ανθολόγημα

ανθολόγημα
το
1. μάζεμα, συλλογή λουλουδιών
2. (φυτοκομία) το κόψιμο, το αραίωμα των μπουμπουκιών ενός φυτού για να ενισχυθεί το φυτό και να μπορέσει να θρέψει τα υπόλοιπα, κορφολόγημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανθολόγημα — το, ατος το μάζεμα των λουλουδιών: Έκαμε ένα πρόχειρο ανθολόγημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανθολογία — η 1. μάζεμα λουλουδιών, ανθολόγημα (βλ. λ.). 2. συλλογή εκλεκτών ποιημάτων ή πεζογραφημάτων: Την πρώτη «Ανθολογία» έκαμε ο επιγραμματοποιός Μελέαγρος τον 1ο π.Χ. αιώνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”